σάρισα — σάρῑσα , σάρισα sarissa fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρισα — Δόρυ της μακεδόνικης φάλαγγας. Είχε μήκος 5 6 μέτρων και αιχμή μήκους 10 εκ. Κατασκευαζόταν από στερεό ξύλο κρανέας. Τη σ. καθιέρωσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος B’. * * * η, ΝΜΑ, και σάριττα Μ (στην αρχ. Ελλ.) μακρύ δόρυ, μήκους 6 περίπου… … Dictionary of Greek
σάρισα — η μακρύ δόρυ των αρχαίων Μακεδόνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Сариса — (σάρισα, σάρισσα) длинное ударное копье, пика; впервые употреблялась в македонских войсках со времени Филиппа, отца Александра; Диодор называет С. изобретением этого царя. Впоследствии была усвоена греками. По длине и способу употребления С.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σαρισσῶν — σάρισα sarissa fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρίσσαις — σάρισα sarissa fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρίσσης — σάρισα sarissa fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρίσσῃ — σάρισα sarissa fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρισσα — σάρισα sarissa fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρισσαι — σάρισα sarissa fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρισσαν — σάρισα sarissa fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)